- ἀπασχολητέον
- ἀπασχολ-ητέον,A one must be engrossed,
βιωτικαῖς πράξεσι Aët. 9.23
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βιωτικαῖς πράξεσι Aët. 9.23
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπασχολητέον — one must be engrossed masc acc sg ἀπασχολητέον one must be engrossed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)